οργανιστής

οργανιστής
και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής)
νεοελλ.
μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης
μσν.-αρχ.
αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης
αρχ.
μηχανικός υδραυλικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω*. Ο τ. οργανίστας είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organist].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀργανιστά — ὀργανιστά̱ , ὀργανιστής waterworks engineer masc nom/voc/acc dual ὀργανιστής waterworks engineer masc voc sg ὀργανιστής waterworks engineer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργανίζω — (Α ὀργανίζω) οργανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία τού ρήματος ὀργανίζω (< ὄργανον) είναι αμφίβολη (πρβλ. δι οργανίζω, κατ οργανίζω). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: οργανιστής, οργανιστός, οργανισμός] …   Dictionary of Greek

  • οργανίστας — ο βλ. οργανιστής …   Dictionary of Greek

  • οργανοκρούστης — ο μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, ο οργανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + κρούστης (< κρούω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”